- καθέδρα
- η (AM καθέδρα)1. το μέρος στο οποίο κάθεται κάποιος, κάθισμα, θέση2. επίσημη έδρα, θώκος, θρόνος3. έδρα επισκοπικής αρχής, πόλη όπου υπάρχει επίσκοποςνεοελλ.φρ. «από καθέδρας» — με τόνο που δεν επιδέχεται αντιρρήσεις, με τόνο αυθεντίας («μιλάει από καθέδρας»)αρχ.1. κρύπτη, φωλιά («καθέδρα τοῡ λαγώ», Ξεν.)2. το μέρος τού σώματος πάνω στο οποίο καθόμαστε, τα οπίσθια, η έδρα3. (για κίονα) βάση4. καθιστική θέση, στάση, τρόπος καθίσματος, στάσης5. το να κάθεται κάποιος άπρακτος, απραξία («καθέδρα καὶ σχολή», Πλούτ.)6. έδρα διδασκάλου7. συνεδρία, συνέλευση8. θρανίο, κάθισμα τών κωπηλατών9. στον πληθ. αἱ καθέδραιτο αφοδευτήριο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + έδρα με αισθητή τη σύνθεσή της με το καθέζομαι].
Dictionary of Greek. 2013.